τριτοκούρη

τριτοκούρη
τριτοκούρη· ᾗ πάντα συντετέλεσται τὰ εἰς γάμους· τινὲς δὲ γνησία παρθένος, Hsch.; cf. τρητοκουρήτας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριτοκούρη — ή τριτοκουρήτας Α (κατά τον Ησύχ.) «ᾗ πάντα συντετέλεσται τὰ εἰς γάμους τινὲς δὲ γνησία παρθένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κούρη, ιων. τ. τού κόρη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”